- ὑποκεῖσθαι
- ὑπόκειμαιlie underpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόκειμαι — ὑπόκειμαι, ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.) 2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ… … Dictionary of Greek
ԵՆԹԱՐԿԻՄ — (կեալ.) NBH 1 0659 Chronological Sequence: Unknown date ձ. ԵՆԹԱՐԿԻԼ. ὐποκείσθαι subjici, subjectum esse Ներքոյ արկանիլ կամ անկանիլ. *Ընդ մարդկայնովք կարեօք եւ ընդ մերոյս բնութեան սահմանօք ենթարկիլ. Կիւրղ. գանձ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)